σχολάσιμος

σχολάσιμος
-η, -ο, Ν
φρ. «σχολάσιμη ημέρα» — ημέρα αργίας, αργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + κατάλ. -ιμος (< πρβλ. εργάσ-ιμος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ιω. Περβάνογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”